- σβεννύω
- σβένω (αόρ. έσβεσα, παθ. αόρ. εσβέσθην) см. σβήνω
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
σβεννύω — ΝΜΑ σβήνω νεοελλ. φρ. «σβεννύονται τα ιστία» ναυτ. πέφτουν τα πανιά λόγω εξασθένησης τού ανέμου μσν. αρχ. σβέννυμι* … Dictionary of Greek
σβεννύω — σβέννυμι quench pres subj act 1st sg σβέννυμι quench pres subj act 1st sg σβέννυμι quench pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σβέννυμι — και σβεννύω ΜΑ σβήνω (α. «ἐγώ σε ἐνταῡθα τῷ ἐσβεσμένῳ πυρὶ κατακαύσω», Αγαθ. Ιστ. β. «ἀμελήσαντες σβεννύναι τὸ καιόμενον», Ηρόδ.) αρχ. 1. (σχετικά με υγρό ή ρευστό) κάνω κάτι να ξεραθεί, να πήξει («ἡ Μηδικὴ πόα σβέννυσι τὸ γάλα», Αριστοτ.) 2.… … Dictionary of Greek
συσβέννυμι — και συσβεννύω Α σβήνω μαζί με κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + σβέννυμι/σβεννύω «σβήνω»] … Dictionary of Greek
ՇԻՋՈՒՑԱՆԵՄ — (ջուցի. ջո՛.) NBH 2 0479 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 7c, 8c, 14c ն. σβέννυμι, σβεννύω, ἁποσβέννυμι , κατασβεννύω extinguo, exstinguo. Տալ շիջանիլ. անցուցանել զճրագն. հեղձուցանել զհուր. դադարեցուցանել. բառնալ. մեռուցանել … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)